Τρίτη 4 Ιουλίου 2017

Το Οικολογικό Δίκτυο απέναντι στο μοντέλο ανάπτυξης, τον οικονομισμό και τον κυβερνητισμό

Διαβάστε όλη την τοποθέτηση που έκανε ο Μιχάλης Τρεμόπουλος εκ μέρους του Οικολογικού Δικτύου στην εσπερίδα με θέμα «Η Πολιτική Οικολογία Σήμερα» που οργάνωσε το Οικολογικό Δίκτυο το Σάββατο 1 Ιουλίου 2017, όπου αναλύει τα αίτια της πολύπλευρης κρίσης.

Βασικά σημεία στα οποία καταλήγει:

«Ποιος είναι ο απολογισμός; Είμαστε σε θέση ως χώρος να εφαρμόσουμε τις ιδέες μας χωρίς συμβιβασμούς που μας κάνουν αγνώριστους; Μπορούν να υλοποιηθούν οι προτάσεις μας με την κοινωνική συνείδηση να στέκεται απέναντι;

Έχουμε πολλή δουλειά ακόμη μπροστά μας σε κοινωνικό επίπεδο, πριν ξανασκεφτούμε είτε ως χώρος είτε ως άτομα να αποτελέσουμε μέρος κάποιου μπλοκ εξουσίας. Ο κυβερνητισμός δεν είναι απλή θεσιθηρία αλλά λογική, που μπορεί να διαπνέει ακόμη και κάποιον που δεν άσκησε ποτέ εξουσία.


Η έμφαση πρέπει να δοθεί στην ανάπτυξη του κινήματος και της κοινωνικής συνείδησης.

Το εύρος της περιβαλλοντικής μεταβολής και η εξάντληση των πόρων δικαίως κινητοποιούν παγκόσμια τους πολίτες και τις οργανώσεις. Και επιβάλλουν έναν ριζικό μετασχηματισμό των τρόπων παραγωγής και κατανάλωσης αλλά και της κοινωνικής μας οργάνωσης. Επιβάλλουν και μια δραστική μείωση της υλικής παραγωγής και κατανάλωσης. Όμως επειδή δεν μπορούμε να έχουμε έναν καπιταλισμό χωρίς ανάπτυξη, δεν μπορούμε και να θέλουμε τη μείωση των ροών υλικών εμπορευμάτων χωρίς να θέλουμε μιαν οικονομία ριζικά διαφορετική, όπου ο πρωταρχικός σκοπός δεν θα είναι το κέρδος και στην οποία ο πλούτος δεν θα μετριέται με χρηματικούς όρους. Το ότι βλέπουμε θετικά την αποανάπτυξη, δεν σημαίνει ότι θέλουμε φτώχεια και μη εθελοντική λιτότητα αλλά ρήξη με τον οικονομισμό και με τα ίδια τα αίτια της κρίσης και όχι μόνο με τα συμπτώματα της εξάντλησης του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος.

Πρέπει να ξαναγυρίσουμε στις ρίζες μας. Και να ξαναπούμε με έμφαση ότι θέλουμε "να σώσουμε λίγο απ΄ το αύριο που μας κλέβουν", αλλά μαζί με την αμφισβήτηση των ίδιων των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών, πολιτισμικών αιτίων, που δημιουργούν και αναπαράγουν τις κρίσεις και τις απειλές στη βιωσιμότητα».


Από την πολύπλευρη κρίση, στην αυτονομία και το Πράσινο μέλλον


1. Αναζητώντας τα αίτια της κρίσης

Από την ιδρυτική του διακήρυξη το Οικολογικό Δίκτυο διαπίστωνε ότι οι οικολογικές ιδέες είναι περισσότερο επίκαιρες από ποτέ αλλά δεν αναδεικνύονται στην κοινωνία ως σημαντική συνεισφορά και στην αντιμετώπιση της πολύπλευρης κρίσης. Επίσης, διαπίστωνε ότι εντείνονται οι κίνδυνοι της εξαφάνισης του αυτόνομου στοιχείου της πολιτικής οικολογίας και ότι υπάρχει ανάγκη να εκφραστούν δυναμικά οι πράσινες θέσεις και οι αξίες του οικολογικού κινήματος, με υπεράσπιση των δικαιωμάτων των πολιτών, της ποιότητας ζωής, του περιβάλλοντος και των συλλογικών αγαθών.

Το Οικολογικό Δίκτυο, επιδιώκοντας την ενεργό δικτύωση όσων αναφέρονται στην πολιτική οικολογία, έχουν πλανητική συνείδηση, κάνουν πράξη τον άλλο τρόπο ζωής και αναζητούν άμεσα εφαρμόσιμες λύσεις, διεκδικώντας μια βιώσιμη προοπτική και την ευημερία ανθρώπων και φύσης, προσπάθησε να συμβάλλει στην πράσινη διέξοδο από την πολύπλευρή συστημική κρίση.

Εκτίμησε ότι η εμμονή σε πολιτικές λιτότητας που διασώζουν τα πιο ιδιοτελή συμφέροντα των αγορών, αυτό που θα καταφέρει θα είναι η απογοήτευση από τους δημοκρατικούς θεσμούς και η ενίσχυση αντιδημοκρατικών, απομονωτικών και βίαιων μορφωμάτων και ιδεολογιών. Και υποστήριξε ότι ο χώρος της πολιτικής οικολογίας χρειάζεται μια νέα πορεία, που θα ξεπερνάει τα λάθη και την παθολογία του παρελθόντος και θα περιγράφει ένα νέο όραμα, με συγκεκριμένες εναλλακτικές λύσεις για το μέλλον της χώρας, της Ευρώπης και του πλανήτη.

Το Οικολογικό Δίκτυο συνεχίζει να πιστεύει ότι οι συνταγές εξόδου της ελληνικής οικονομίας από την κρίση, όπως επιβάλλονται με τους όρους των μνημονίων και εφαρμόζονται από τις ελληνικές κυβερνήσεις, ωθούν σε μεγαλύτερη εκμετάλλευση τόσο των πολιτών, όσο και της φύσης. Και όλα αυτά συμβαίνουν εντός ενός διεθνούς συστήματος, τα αδιέξοδα και οι αντιφάσεις του οποίου, γιγαντώνονται χρόνο με το χρόνο όλο και περισσότερο. Οι διεθνείς πολιτικές διεργασίες αυτή τη στιγμή τείνουν προς περισσότερο αυταρχικά συστήματα διακυβέρνησης, με αντίστοιχη υποχώρηση του τομέα της προστασίας των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της φύσης. Αν και τα σημάδια γύρω μας δείχνουν ότι ακόμη και κύριες επιχειρηματικές επιλογές στρέφονται προς ανανεώσιμες μορφές ενέργειας, πράσινες καινοτομίες και συμμετοχικά συστήματα μάνατζμεντ που αναβαθμίζουν το ρόλο των εργαζόμενων, αν και περισσότερες ομάδες ανθρώπων διερευνούν κοινωνικές διεξόδους που περιλαμβάνουν περισσότερη δημοκρατία, ελευθερία, συνεργασία και επαφή με τη φύση, παρατηρείται μια φοβική συντηρητική αντίδραση που εκφράζεται και εκλογικά. Αντίστοιχες διαδικασίες κατέληξαν τον προηγούμενο αιώνα σε αρτηριοσκληρωτικά αυταρχικά καθεστώτα, που ως μόνη διέξοδο στην απόγνωση των πολιτών τους είχαν να προτείνουν το μίσος και τον πόλεμο. Ωστόσο, αντί η ανθρωπότητα να δείξει ότι πήρε τα μαθήματα, δείχνει να κατρακυλά και πάλι στα ίδια σκοτεινά μονοπάτια.

Κατ’ αρχάς λοιπόν, η πολιτική οικολογία θα πρέπει να επιμείνει ότι οι κυρίαρχες πολιτικές διαδικασίες οδηγούν στην καταστροφή όχι μόνο της ελληνικής οικονομίας, αλλά και ολόκληρου του πλανήτη. Ότι πρέπει να τεθεί σε αμφισβήτηση ολόκληρο το δυτικό πολιτικο-κοινωνικό οικοδόμημα. Ότι η κρίση δεν είναι απλά οικονομική ή τοπική, αλλά πολιτιστική, κοινωνική, πολιτική και συστημική. Οι αξίες στις οποίες στηρίζεται σήμερα η οικονομία δεν είναι δυνατόν να διατηρηθούν. Σε μια εποχή που θεωρείται ότι οι ακολουθούμενες πολιτικές αποτελούν μονόδρομο, η πολιτική οικολογία καλείται να υποστηρίξει το αντίθετο, ότι είναι επιτακτική ανάγκη να βρεθεί ένας άλλος δρόμος για το μέλλον της ανθρωπότητας.

2. Το μοντέλο ανάπτυξης και η κρίση

Ο οικολογικός χώρος είπε έγκαιρα ότι η κρίση στην Ελλάδα δεν δημιουργήθηκε εξαιτίας των μέτρων λιτότητας αλλά τα μέτρα και γενικώς η συνταγή της τρόικας ήταν η λάθος απάντηση στην αντιμετώπιση των προβλημάτων μιας οικονομίας με ημερομηνία λήξης, με υψηλό χρέος και ελλείμματα αλλά και με μια εκτεταμένη διαφθορά και φοροδιαφυγή. Οι πολιτικές της τρόικας -με τη σύμφωνη γνώμη των ελληνικών κυβερνήσεων- όχι μόνο δεν επέλυσαν τα προβλήματα του αδύνατου κρίκου της συστημικής κρίσης του 2008 αλλά τα επιδείνωσαν, με τεράστιες επιπτώσεις στην κοινωνία και την οικονομία από τα προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, την έλλειψη δημοκρατικού ελέγχου και λογοδοσίας, την επιβολή όρων και μέτρων που αποφασίστηκαν μόνο μεταξύ των κυρίαρχων κυβερνήσεων στην ευρωζώνη, της Κομισιόν και του ΔΝΤ.

Προφανώς, δεν μπορούμε να περιορίζουμε άλλο τις πολιτικές στη διαχείριση των απαιτήσεων των δανειστών, αφήνοντας στην άκρη τις αλλαγές που χρωστάμε ως κοινωνία στον εαυτό μας. Μια νέα πορεία θα έπρεπε να στηριχθεί σε ριζική αλλαγή πλεύσης στην οικονομία, το πολιτικό σύστημα, τις κυρίαρχες αξίες, την περιβαλλοντική πολιτική. Και μια τέτοια πορεία δεν έχει χαραχτεί, παρά τις προσδοκίες ή τις αυταπάτες μας.

Στόχο μας έπρεπε να έχουμε την επί της ουσίας ρήξη με το μοντέλο οικονομίας που σχεδιάστηκε μεταπολεμικά στην Ελλάδα και ακολουθήθηκε διαχρονικά από όλες τις κυβερνήσεις στην Ελλάδα, για να καταρρεύσει μόνο ως συνέπεια της κρίσης και όχι ως ιδεολόγημα. Αποτέλεσμα ήταν η παγκόσμια κρίση να βρει τη χώρα με υψηλό χρέος και ελλείμματα και όταν άρχισε ο περιορισμός της διεθνούς χρηματοδότησης, η Ελλάδα να μπει σε βαθιά κρίση. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές έπαιξαν κι αυτές σε ορισμένους τομείς κρίσιμο αρνητικό ρόλο, καθώς είχαν σχεδιαστεί για δεδομένα που δεν ανταποκρίνονταν στις ελληνικές συνθήκες.

Τις παραμονές της κρίσης η ελληνική κοινωνία είχε πανευρωπαϊκά από τα υψηλότερα ποσοστά νοικοκυριών σε κίνδυνο φτώχειας, καθώς και από τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας των νέων. Πολύ πριν αρχίσει να διαβρώνεται η αγοραστική δύναμη, είχαν διαβρωθεί η στοιχειώδης εμπιστοσύνη μεταξύ των πολιτών, η προτεραιότητα στην προστασία των συλλογικών αγαθών, αλλά και η ίδια η έννοια του δημόσιου συμφέροντος. Η πολιτισμική αυτή κρίση αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, το υπόβαθρο για την εκτεταμένη δυσλειτουργία της δημόσιας διοίκησης και την έκρηξη της διαφθοράς, εντείνοντας τις παραδοσιακά μεγάλες κοινωνικές ανισότητες στη χώρας μας.

Η δημοσιονομική πλευρά ήταν ακόμη πιο σύνθετη. Παραδοσιακά οι ελληνικές δημόσιες δαπάνες ήταν κοντά στα επίπεδα της Γερμανίας, η αποδοτικότητά τους όμως για την κοινωνία ήταν όμως πολύ χαμηλότερη. Μεγάλο μέρος των δημόσιων δαπανών χανόταν επί δεκαετίες σε καταβόθρες όπως οι υπερδιογκωμένες στρατιωτικές δαπάνες, που στο μεγαλύτερο μέρος υπηρετούσαν τη «διπλωματία των εξοπλισμών» και ιδιοτελή συμφέροντα.

Δημόσια έργα και προμήθειες του δημόσιου τομέα αποτελούσαν μια ακόμη πηγή αιμορραγίας, που τροφοδότησε έναν εκτεταμένο κρατικοδίαιτο ιδιωτικό τομέα με προεκτάσεις στα ΜΜΕ, την ενέργεια και τις εξορύξεις. Υπερκοστολογημένα συμβόλαια, εκτεταμένη διαφθορά αλλά και κατασπατάληση των ευρωπαϊκών κονδυλίων σε σχεδιασμούς που αντιμάχονταν κάθε έννοια βιωσιμότητας, δημιουργούσαν ένα καθεστώς που συσσωρεύει οικονομικά και περιβαλλοντικά αδιέξοδα. Τα δημόσια έργα χρησιμοποιήθηκαν ως μοχλός για να προωθηθεί η κυριαρχία των οδικών μεταφορών και να απαξιωθεί ο σιδηρόδρομος, για να κυριαρχήσει η εντατική γεωργία των λίγων μεγάλων πεδιάδων και να ερημώσει η υπόλοιπη ύπαιθρος, για να μετατραπούν σε οικοδομήσιμη γη οι παραγωγικές γεωργικές εκτάσεις γύρω από τις μεγαλύτερες πόλεις.

Παρά το θεωρητικά επαρκές τους ύψος, οι δημόσιες δαπάνες ελάχιστα απέδιδαν στην κοινωνία. Όλα αυτά τα χρόνια η Ελλάδα δεν απέκτησε ούτε ολοκληρωμένο κοινωνικό κράτος, ούτε λειτουργική δημόσια διοίκηση, ούτε ουσιαστικές πολιτικές στήριξης για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, ούτε αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου, ούτε θεσμικά εργαλεία όπως κτηματολόγιο, δασολόγιο και χωροταξικό σχεδιασμό.

Ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αποδείχθηκε ότι ήταν στα ίδια επίπεδα με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, οι δυνατότητές τους όμως έμειναν αναξιοποίητες σε ένα περιβάλλον πελατειακών σχέσεων, γραφειοκρατικών αντιλήψεων και απουσίας στόχων και λογοδοσίας. Οι φορολογικοί συντελεστές ήταν κατά μέσο όρο αντίστοιχοι με το ύψος των δημόσιων δαπανών. Οι φόροι περιουσίας ήταν όμως 40% χαμηλότεροι από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, οι έμμεσοι φόροι και οι φόροι στην εργασία πολύ υψηλότεροι, ενώ συμφέροντα όπως η Εκκλησία και οι πολιτικοί διατηρούσαν ειδικά φορολογικά προνόμια.

Το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας είχε χρεοκοπήσει πολύ πριν έρθει η οικονομική κατάρρευση: με πολιτικές που αντιστρατεύονταν την περιβαλλοντική, κοινωνική και οικονομική βιωσιμότητα, με αδυναμία να εμπνεύσει στην κοινωνία εμπιστοσύνη προς την πολιτική, με στατιστικά στοιχεία που υπονόμευσαν τη διεθνή αξιοπιστία της χώρας, με πελατειακές σχέσεις που διαμόρφωναν συνειδήσεις έτοιμες να κινητοποιηθούν για ιδιαίτερη μεταχείριση αλλά ελάχιστα πρόθυμες να αγωνιστούν για δικαιώματα και δημόσιο συμφέρον, με υπερδιογκωμένο κρατικό μηχανισμό και περιορισμένο κοινωνικό κράτος, με κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα που μετέφερε και στον ιδιωτικό τομέα τις περισσότερες από τις παθογένειες του δημόσιου, με αποτυχία να αξιοποιήσει ουσιαστικά τα μεγάλα ποσά των ευρωπαϊκών πόρων.

Στην κατάσταση αυτή, η Ελλάδα ήταν εύκολο να γίνει ο αδύναμος κρίκος της ευρωζώνης. Η λάθος θεραπεία επιδείνωσε την κατάσταση. Σε μια οικονομία εθισμένη στην εύκολη ρευστότητα, η εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών του Μηχανισμού Στήριξης που ακολούθησαν αδιακρίτως τις κλασικές θεραπείες-σοκ του ΔΝΤ, άνοιξαν τον δρόμο προς την οικονομική και δημοσιονομική κατάρρευση. Επιπλέον, τα μέτρα λιτότητας εφαρμόστηκαν χωρίς προσπάθεια για δίκαιη κατανομή των βαρών, χωρίς πολιτική βούληση για πάταξη της διαφθοράς και της φοροδιαφυγής και χωρίς καμιά βεβαιότητα για το ποιο θα ήταν το νέο οικονομικό τοπίο.

3. Το βαρύ τίμημα από την ιστορική στροφή στην πολιτική της ΕΕ

Διαφορετική θα μπορούσε να ήταν η πορεία μόνον αν η δημοσιονομική εξυγίανση ξεκινούσε σταδιακά και συνδυαζόταν από την αρχή με ένα ευρύ ευρωπαϊκό πρόγραμμα επενδύσεων για αναπροσανατολισμό της οικονομίας σε πράσινη κατεύθυνση, αν οι εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος και των οικονομικών ελίτ αναλάμβαναν από την αρχή ουσιαστικές δικές τους θυσίες, αν η μάχη κατά της διαφθοράς και των περιουσιών από αφορολόγητο χρήμα γινόταν προτεραιότητα και αν, αντί για οριζόντιες αυξήσεις έμμεσων φόρων, σχεδιαζόταν μια ολοκληρωμένη και δίκαιη φορολογική μεταρρύθμιση. Με δύο λόγια: αν τα μέτρα ήταν σχεδιασμένα με άξονα την κοινωνική δικαιοσύνη και στους πολίτες προσφερόταν ένα απτό αντιστάθμισμα για τις θυσίες στην αγοραστική τους δύναμη.

Πολλά από τα μέτρα αντιμάχονται και υπονομεύουν ανοικτά ευρωπαϊκές πολιτικές και συνθήκες, και αποτυγχάνουν από λανθασμένη φιλοσοφία, κακό σχεδιασμό, απουσία προσαρμογής στα ελληνικά δεδομένα, ατολμία και περιορισμένες υποκειμενικές δυνατότητες των διαχειριστών της εξουσίας.

Πρόκειται για μια ιστορική στροφή στην πολιτική της ΕΕ. Ειδικά στον τομέα της ευρωπαϊκής πολιτικής για το περιβάλλον, ουσιαστικά υποδηλώνει ότι αυτή δεν αναπτύσσεται σύμφωνα με κάποιες καλά εδραιωμένες πολιτικές και περιβαλλοντικές αξίες (ούτε καν τηρεί την ίδια την ευρωπαϊκή νομιμότητα!), αλλά εξαρτάται άμεσα από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές οικονομικής ανάπτυξης και φυσικά έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Δηλαδή, δεν είναι μια απλή αστοχία των κρατών-μελών που έχουν βρεθεί στη δίνη της οικονομικής κρίσης, υπό την πίεση του πανικού, αλλά η συνειδητή πίεση της ίδιας της ευρωπαϊκής ελίτ και της Κομισιόν για περισσότερο στυγνή εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος, ως απάντηση για έξοδο από την κρίση. Πρόκειται δηλαδή για συνειδητή κατεδάφιση του ευρωπαϊκού περιβαλλοντικού κεκτημένου.

Για την Ελλάδα, ωστόσο, το τίμημα είναι βαρύτατο. Στη γραμμή των πληγμάτων στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα κινήθηκαν μέτρα όπως:
  • Η σαρωτική περικοπή δημόσιων δαπανών, που συμπαρέσυρε και τις δαπάνες για το περιβάλλον.
  • Η συμπίεση των κονδυλίων για δημόσιες επενδύσεις, που υπέσκαψε τη στροφή στις «υποδομές βιωσιμότητας», επιτρέποντας να προχωρήσει μόνο ό,τι μπορούσε να βρει ιδιωτική συγχρηματοδότηση.
  • Η λεγόμενη αξιοποίηση δημόσιων ακινήτων, που οδηγεί στην ανοικοδόμηση πολύτιμων ελεύθερων χώρων είτε σε πόλεις με δραματικό έλλειμμα πρασίνου (όπως τα πρώην στρατόπεδα ή το Ελληνικό) είτε σε εξαιρετικά ευαίσθητες προστατευόμενες περιοχές.
  • Η πολιτική για την προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων, με τη νομοθεσία fast track.
  • Η μαζική νομιμοποίηση των παράνομων κτισμάτων, ακόμη και σε περιοχές του δικτύου NATURA, με παράλληλη διαγραφή των προστίμων.
  • Οι προσπάθειες για ιδιωτικοποίηση του νερού σε Αθήνα-Θεσσαλονίκη αλλά και σε αρκετά νησιά.
  • Οι προβλέψεις του Εφαρμοστικού Νόμου του Μεσοπρόθεσμου για εκποίηση ευαίσθητων περιοχών όπως ο αιγιαλός, αλλά και για θεσμικό πλαίσιο που επιτρέπει αδιαφανείς παραχωρήσεις σε όσους νέμονται παράνομα δημόσια γη.
  • Το πλαίσιο για την τουριστική κατοικία, ιδιαίτερα στα μικρότερα νησιά, δημιουργεί συνθήκες για τελειωτική καταστροφή του τοπίου και των οικοσυστημάτων.

Η περίοδος της νέας διακυβέρνησης από το 2015 σηματοδοτήθηκε από μια νέα έμφαση στα ορυκτά καύσιμα, αλλά και από:
  • Παράλυση των φορέων διαχείρισης προστατευόμενων περιοχών,
  • Συνεχιζόμενη υποβάθμιση της υπηρεσίας επιθεωρητών περιβάλλοντος και γενικότερα του συστήματος περιβαλλοντικών ελέγχων,
  • Άλλη μια χρονική και χωρική επέκταση της «κόκκινης γραμμής» νομιμοποίησης παρανομιών, μέσα από τη νομοθεσία για τα αυθαίρετα, ταυτόχρονα με παραγραφές παλαιότερων βεβαιωμένων προστίμων,
  • Σωρεία από αποφάσεις παραχώρησης χρήσης αιγιαλού και παραλίας σε μπαρ, καντίνες και ξαπλώστρες, εντός περιοχών natura 2000, παρά τη σχετική απόφαση του ΣΤΕ για την ανάγκη προβλέψεων προστασίας, και δίχως μέριμνα για την αποφυγή υποβάθμισης των ευαίσθητων οικοσυστημάτων,
  • Ψήφιση και εφαρμογή νέων αντιδασικών νόμων που επιτρέπουν ανάπτυξη οικισμών μέσα σε ευαίσθητες δασικές περιοχές,
  • Στασιμότητα στην ανάπτυξη των ΑΠΕ και απαξίωση των πολιτικών για την ενεργειακή εξοικονόμηση,
  • Υποβάθμιση και αδιαφάνεια στη λειτουργία του πράσινου ταμείου,
  • Δραματική επιδείνωση της ποιότητας της νομοθέτησης και της διαφάνειας στη νομοθετική διαδικασία, κυρίως λόγω της σωρείας από εμβόλιμες διατάξεις φωτογραφικής εξυπηρέτησης συγκεκριμένων ομάδων συμφερόντων, αποσπασματικότητας και διαρκούς προσανατολισμού προς τη νομιμοποίηση βεβαιωμένων παρανομιών.

Ορισμένα από τα περιβαλλοντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα εμφανίσθηκαν παλαιότερα και με τις μνημονιακές πολιτικές επιδεινώθηκαν ενώ προέκυψαν και νέα, όπως:
  • Καθυστερήσεις εναρμόνισης προς το ενωσιακό περιβαλλοντικό Δίκαιο και έκδοσης κανονιστικών πράξεων νόμων
  • Ασαφής κατανομή αρμοδιοτήτων. Μη επαρκή μέσα άσκησης περιβαλλοντικών αρμοδιοτήτων από τους ΟΤΑ
  • Εγκατάλειψη πολιτικών απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, εντατικοποιημένη εξόρυξη λιγνίτη για παραγωγή ενέργειας, ενθάρρυνση της έρευνας και περαιτέρω εκμετάλλευσης πετρελαϊκών κοιτασμάτων σε θάλασσα και ξηρά, προώθηση νέων αγωγών φυσικού αερίου
  • Νομιμοποίηση αυθαιρέτων
  • Αβεβαιότητα για την προστασία της βιοποικιλότητας
  • Κατάργηση του Ειδικού Ταμείου Αντιμετώπισης Εκτάκτων Αναγκών και υποβάθμιση του Πράσινου Ταμείου
  • Ανεξέλεγκτη ατμοσφαιρική ρύπανση στις μεγάλες πόλεις
  • Υποστήριξη του κυνηγιού από τον «Πράσινο» αν. ΥΠΑΠΕΝ, όπως η ρυθμιστική για το κυνήγι, χωρίς να υπάρχει κάποια μνημονιακή δέσμευση, παρά μόνο κυβερνητική πολιτική σύμπλευσης με τις προτάσεις των κυνηγών.

Όλα αυτά ήταν αναπόφευκτα; Όχι. Αντί να γίνουν κάποιες δομικές μεταρρυθμίσεις που θα γράψουν ιστορία για τις επόμενες γενιές, η κυβέρνηση προετοιμάζει τη χαριστική βολή για ό,τι απομένει από τα θεμέλια της βιωσιμότητας, με την αναθεώρηση του Άρθρου 100 του Συντάγματος, για να περάσει αποκλειστικά στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο η κρίση για τη συνταγματικότητα των νόμων, με αφαίρεση της δικαιοδοσίας από το ΣτΕ και τα άλλα δικαστήρια, κάτι που είχαν προωθήσει και οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ (2000-1) και της ΝΔ (2006-7) στις δύο προηγούμενες αναθεωρήσεις. Ας θυμούνται, όμως ότι και τις δύο φορές, το οικολογικό κίνημα είχε τότε υπερασπιστεί με επιτυχία τόσο το Άρθρο 24 για το περιβάλλον όσο και το Άρθρο 100.

4. Έξοδος από την κρίση με αλληλεγγύη και αυτονομία

Αντί να αναπαράγουμε τις γνωστές αδιέξοδες πολιτικές, η προτεραιότητά μας θα έπρεπε να είναι το ΝΑ ΕΠΕΝΔΥΣΟΥΜΕ ΣΤΗ ΔΙΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ, διέξοδο που αφορά ταυτόχρονα την οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική διάσταση. Παράλληλα με την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών και τη σύγκρουση με τη διαφθορά και τη φοροδιαφυγή, την επιμονή για δραστική μείωση ή αναδιάρθρωση του χρέους, έπρεπε να εστιάσουμε σε τρεις βασικές προτεραιότητες:
  • Βιώσιμη ανασυγκρότηση της υπαίθρου, με κορμό τη βιολογική παραγωγή, αναβίωση της τοπικής και περιφερειακής κλίμακας στην οικονομία, έμφαση στις εγκαταλειμμένες ορεινές και ημιορεινές περιοχές.
  • Προώθηση και αναβάθμιση των συλλογικών αγαθών και υπηρεσιών ως αντιστάθμισμα στην απώλεια αγοραστικής δύναμης, με στόχο να ξαναγίνει η ποιότητα ζωής δικαίωμα για όλους ως παράλληλος «κοινωνικός μισθός».
  • Επείγουσα ενεργειακή στροφή, με σταδιακή απεξάρτηση από πετρέλαιο και λιγνίτη, προώθηση εναλλακτικών λύσεων στη χρήση του ΙΧ, αλλά και επενδύσεις σε εξοικονόμηση και σε ανανεώσιμες πηγές, σχεδιασμένες ώστε να μην συγκρούονται με άλλες οικονομικές δραστηριότητες, τοπίο και φυσικούς πόρους και να προσφέρουν συμπληρωματικά εισοδήματα στο μεγαλύτερο δυνατό αριθμό νοικοκυριών.

Γύρω από τις προτεραιότητες αυτές έπρεπε να σχεδιαστούν μια σειρά πολιτικές, που θα απελευθερώσουν πόρους και δημιουργικές δυνάμεις για φορολογική μεταρρύθμιση με χαρακτήρα δικαιοσύνης και αναδιανομής, που θα χρησιμοποιεί τους φόρους και ως εργαλεία για ενθάρρυνση ή αποθάρρυνση δραστηριοτήτων ανάλογα με τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον και την κοινωνία.

Η διαχείριση των πόρων αποτελεί κεντρικό διακύβευμα, επάνω στο οποίο πρέπει να επαναπροσδιοριστεί η πολιτική οικολογία και να απαγγιστρωθεί από τον περιβαλλοντισμό, χωρίς βέβαια να τον εγκαταλείψει. Οφείλει να κάνει ρήξεις, να γίνει πολιτικά αναγνωρίσιμη με το δικό της μοναδικό πολιτικό στίγμα. Και οφείλει να δώσει απαντήσεις εφαρμοσμένες και αποδοτικές για την οριστική απεμπλοκή από τη δίνη της παρούσας κρίσης

Κεντρική σημασία έχει και η προώθηση της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας (ΚΑΛΟ). Η επανασύνδεση με την παράδοση της «οικολογίας των φτωχών» νιώσαμε ότι μπορεί να γίνει ξανά επίκαιρη. Υποστηρίξαμε ότι οι μορφές ΚΑΛΟ δεν θα πρέπει να ενταχθούν στο πλαίσιο της λεγόμενης «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» αλλά μιας στρατηγικής βιώσιμης και εναλλακτικής κοινωνικής, παραγωγικής και περιβαλλοντικής ανασυγκρότησης, στην κατεύθυνση μιας οικονομικής δημοκρατίας.

Για τη διέξοδο από την κρίση, πρέπει να επενδύσουμε και σε πράσινες υποδομές, για συμφιλίωση της οικονομίας με το περιβάλλον, δημιουργώντας ταυτόχρονα θέσεις εργασίας. Χρειαζόμαστε, επίσης, και θεσμούς και εργαλεία υποστήριξης των αυτοδιαχειριζόμενων και συνεργατικών δραστηριοτήτων.

Βεβαίως, η προώθηση προτάσεων σε εθνικό επίπεδο, συνδέεται με την ανάγκη για βιώσιμες ευρωπαϊκές απαντήσεις σε μια κρίση πρωτίστως ευρωπαϊκή και παγκόσμια. Η κρίση έχει αναδείξει τον μη δημοκρατικό χαρακτήρα του σημερινού διακυβερνητικού μοντέλου της Ε.Ε.: κυβερνήσεις που καθορίζουν τις ευρωπαϊκές αποφάσεις αλλά λογοδοτούν μόνο σε εθνικό επίπεδο, δεν μπορούν να σκεφτούν ευρωπαϊκά. Μια διαφορετική, ομοσπονδιακή Ευρώπη πρέπει να έχει αυξημένη δημοκρατική νομιμοποίηση, κοινωνική συνοχή και δικαιοσύνη.

Σημαντικό ρόλο έχει η ανάπτυξη μιας περιφερειακής πολιτικής, με υψηλότερα κονδύλια, στοχευμένα προς μια νέα Πράσινη Συμφωνία, στον αντίποδα των νεοφιλελεύθερων συνταγών που υλοποιούνται.

Πρέπει να αφήσουμε οριστικά πίσω μας το πελατειακό κράτος, τα κοντόθωρα συμφέροντα και το αδιέξοδο μοντέλο ανάπτυξης, εκείνες δηλαδή τις πολιτικές, που όχι μόνο δεν έδωσαν λύση αλλά γονάτισαν τους πολίτες, διόγκωσαν την ανεργία, ισοπέδωσαν κοινωνικά και εργασιακά κεκτημένα, θρυμμάτισαν την κοινωνική συνοχή και διευκόλυναν τη λεηλασία συλλογικών αγαθών και φυσικών πόρων.

Οι δυνάμεις της οικολογίας θα πρέπει να αφήσουν πίσω τους τον κυβερνητισμό και την ενσωμάτωση στα κομματικά σχέδια άλλων χώρων και να ξανασυνδεθούν ουσιαστικά με την κοινωνία και τις νέες εναλλακτικές πρωτοβουλίες της αντίστασης και της δημιουργίας, της οικοδόμησης μιας παράλληλης κοινωνίας, της αλληλέγγυας οικονομίας, των οικολογικών κοινοτήτων, της διαφύλαξης παραδοσιακών ποικιλιών, της αντίστασης στις πατέντες, στις διατλαντικές συμφωνίες κ.ά. Τα κινήματα που εργάζονται από τα κάτω, δημιουργώντας ρεύματα μέσα στην κοινωνία, μπορούν και να εμπνέουν καλύτερα σε κοινές δράσεις καθώς και στην περιγραφή ενός κοινού οράματος για τον κόσμο και το μέλλον του.

Περισσότερο από κάθε άλλη φορά, γίνεται αντιληπτό ότι χρειάζεται να αλλάξουν τα κυρίαρχα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης, να αναπτυχθεί μια οικολογική οπτική και πρακτική για την κοινωνία και την οικονομία. Για να γίνει αυτό χρειάζεται δράση και δικτύωση επιμέρους συλλογικοτήτων σε πολλά επίπεδα:
  • στο επίπεδο της ατομικής συνείδησης και της υπέρβασης των γνωστών εγωϊκών προτύπων, τα οποία βασίζονται σε αιώνες διανοητικών στρεβλώσεων και παρανοϊκών συμπεριφορών που έχουν γίνει αποδεκτές ως «φυσιολογικές»
  • στο επίπεδο της καθημερινής μας επικοινωνίας, ώστε να μην αναπαράγονται συγκρουσιακά πρότυπα, που αναπαραγόμενα από το ατομικό, στο οικογενειακό, κοινωνικό και διακρατικό επίπεδο, οδηγούν σε διαδικασίες καταστροφικής ανταγωνιστικότητας
  • στο επίπεδο της παραγωγικής συνεργασίας, ώστε να υιοθετηθούν νέα παραγωγικά πρότυπα, πιο συνεργατικά και αλληλέγγυα και πιο συμβατά με τις φυσικές διαδικασίες και να ενταχθούν πρακτικές αμοιβαίας αλληλοβοήθειας.
  • στο επίπεδο της πολιτικής πρακτικής και συνεννόησης, ώστε να προαχθούν διαδικασίες πιο δημοκρατικές, ανεκτικές, συλλογικές, διαλογικές.

Πολύ περισσότερο σήμερα, όταν ο κόσμος απειλείται από εθνικιστικές και λαϊκιστικές οπτικές και ήδη υποφέρει από λογικές και πρακτικές βίας και αποσύνθεσης, οφείλουμε να επιδιώξουμε τη σύνθεση των οικολογικών αξιών με την κοινωνική αλληλεγγύη, ώστε να συμβάλλουμε στην έμπρακτη κατάθεση εναλλακτικών και οικολογικών προτάσεων, εξασφαλίζοντας αλλαγές στην κοινωνική συνείδηση, με συλλογική και οργανωμένη δράση και με ευρείες κοινωνικές συμμαχίες. Και όχι κινούμενοι δονκιχοτικά ή με θεσιθηρία και ιδιοτέλεια, στην κινούμενη άμμο της κυρίαρχης πολιτικής.

Το οικολογικό κίνημα μπορεί να συμβάλει σε όλα αυτά τα επίπεδα.

Το Οικολογικό Δίκτυο έχει διαμορφώσει ένα συναινετικό πεδίο για πολιτικό διάλογο και συνεργασία κυρίως σε επίπεδο οικολογικών οργανώσεων πολιτών που στοχεύουν σε κοινωνικές αλλαγές. Μπορεί να αποτελέσει την πλατφόρμα για κοινές καμπάνιες και ανάδειξη αιτημάτων.

5. Ανάγκη για νέες πολιτικές και κινηματικές πρωτοβουλίες

Παρά τη συναίνεση που έχουμε διαμορφώσει στο Οικολογικό Δίκτυο για τα παραπάνω ως τον δρόμο για να ξαναβρεί το οικολογικό κίνημα τις αξίες, την ταυτότητά του και την αξιοπιστία του, κατανοούμε και την ανάγκη για μια νέα πολιτική πρωτοβουλία, ώστε να καλυφθεί το κενό της οικολογικής αντιπολίτευσης σε καταστροφικές πολιτικές και της άρθρωσης ενός λόγου θετικού, που θα διαγράφει τα χαρακτηριστικά μιας νέας πορείας για τη χώρα και για τον πλανήτη. Μια πολιτική πρωτοβουλία που δεν θα έχει ως προτεραιότητα τη συμμετοχή στο κυβερνητικό έργο της μικρο-διαχείρισης των επιβαλλόμενων προγραμμάτων, αλλά στην ανάδειξη των οικολογικών αξιών και προταγμάτων, όπως και στη σκιαγράφηση των κοινωνικών διεργασιών που μπορούν να οδηγήσουν στις επιθυμητές αλλαγές, λειτουργώντας και παιδαγωγικά ως προς τους πολίτες. Τα επιμέρους σχήματα της πολιτικής οικολογίας, που δραστηριοποιούνται αυτή τη στιγμή, χρειάζεται να συμβάλλουν σε μια νέα πρωτοβουλία ανασυγκρότησης των δυνάμεων που έχουν απογοητευθεί, διασκορπιστεί ή αδρανοποιηθεί.

Οι δυνάμεις της οικολογίας θα πρέπει να περιγράψουν και πάλι ένα πειστικό οικολογικό όραμα, προσαρμοσμένο στις λύσεις που απαιτεί η εποχή, απαντώντας και στα παρακάτω ερωτήματα:
  1. Σε ποιό βαθμό και με ποιό τρόπο ήμασταν συνεπείς στις αρχές μας, και ιδιαίτερα όπου είχαμε θεσμική παρουσία λόγω των εκλεγμένων οικολόγων σε διάφορα επίπεδα (ευρωβουλή, Βουλή, υπουργεία, αυτοδιοίκηση κλπ);
  2. Τι αναγνωρισιμότητα έχει σήμερα η οικολογία ως πολιτικός χώρος και με τι πρόσημο; Πόσο ελκυστική είναι η εικόνα της στην κοινωνία και στους κατά καιρούς υποστηρικτές της;
  3. Αν δεν επαναπροσδιοριστούμε ως προς τα θεμελιώδη προβλήματα τη κοινωνίας που πρέπει να αντιμετωπίσουμε, ποια θα είναι η προοπτική για το κίνημα και την πολιτική οικολογία.

Ωστόσο, το Οικολογικό Δίκτυο έχει καταλήξει ότι δεν πρόκειται να εξελιχθεί το ίδιο σε νέο κομματικό φορέα της πολιτικής οικολογίας. Ο κύριος στόχος του είναι να λειτουργήσει στο κοινωνικό επίπεδο, ώστε να ενισχύσει την κινηματική εμπλοκή των επιμέρους οικολογικών πρωτοβουλιών και προσώπων. Και ταυτόχρονα να διευκολύνει τον διάλογο για το παρόν και το μέλλον της πολιτικής οικολογίας, που είναι κάτι ευρύτερο από την κομματική έκφραση της.

Όμως στο βασικό ερώτημα «Πολιτική Οικολογία: προς τα πού και με ποιο τρόπο;», η απάντηση «χωρίς κυβερνητισμό και ενσωμάτωση στα σχέδια άλλων κομματικών χώρων, με επανασύνδεση με την κοινωνία και τις νέες εναλλακτικές πρωτοβουλίες» δεν παραπέμπει μόνο στους ΟΠ αλλά αφορά όλους όσους διεκδίκησαν να βρεθούν (και κάποιοι βρέθηκαν) σε θέσεις άσκησης εξουσίας, ακόμη και σε αυτοδιοικητικό επίπεδο. Ποιος είναι ο απολογισμός; Είμαστε σε θέση ως χώρος να εφαρμόσουμε τις ιδέες μας χωρίς συμβιβασμούς που μας κάνουν αγνώριστους; Μπορούν να υλοποιηθούν οι προτάσεις μας με την κοινωνική συνείδηση να στέκεται απέναντι;

Έχουμε πολλή δουλειά ακόμη μπροστά μας σε κοινωνικό επίπεδο, πριν ξανασκεφτούμε είτε ως χώρος είτε ως άτομα να αποτελέσουμε μέρος κάποιου μπλοκ εξουσίας. Ο κυβερνητισμός δεν είναι απλή θεσιθηρία αλλά λογική, που μπορεί να διαπνέει ακόμη και κάποιον που δεν άσκησε ποτέ εξουσία.

Η έμφαση πρέπει να δοθεί στην ανάπτυξη του κινήματος και της κοινωνικής συνείδησης. Τώρα που έχει γίνει πια φανερό ότι πρέπει να είσαι ειδικού τύπου άνθρωπος και να μπορείς να βαφτίζεις ανερυθρίαστα το κρέας ψάρι για να διατηρείς κυβερνητική θέση, θα πρέπει να γίνει κατανοητό και ότι ίσως δύσκολα θα μπορούσε κάποιος άλλος να τα καταφέρει καλύτερα στο δεδομένο πολιτικό πλαίσιο και τον κοινωνικό συσχετισμό. Υπάρχουν, βεβαίως, άτομα στον οικολογικό χώρο με περισσότερη γνώση και αξιοπρέπεια αλλά προφανώς θα είχαν ήδη παραιτηθεί στην πρώτη περίοδο της νέας διακυβέρνησης.

Άλλο είναι το ζήτημα του να δρα κάποιος ως μέλος κάποιας οικολογικής οργάνωσης ή να διεκδικεί πολιτικά την υλοποίηση της ατζέντας του. Αυτό το κάνουμε πολλά χρόνια τώρα και θα συνεχίσουμε να το κάνουμε ανεξάρτητα του ποιος είναι στην εξουσία.

Δεν αρκεί, λοιπόν, η περιγραφή του κοινού οράματος και οι κοινοί αγώνες και οι πρωτοβουλίες για να ανατραπεί η σημερινή κατάσταση. Χρειάζεται και κοινό πολιτικό σχέδιο. Και ιδεολογικό και αξιακό και ηθικό έρμα.

Επιπλέον, μπορεί να μην εμπλεκόμαστε άμεσα σε ταξικούς/συνδικαλιστικούς αγώνες αλλά η οικολογία δεν μπορεί παρά να είναι βαθιά αντικαπιταλιστική. Το να δώσουμε έμφαση στα ζητήματα βιωσιμότητας είναι πρώτιστο αλλά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να αποπολιτικοποιήσουμε τον δημόσιο λόγο μας ή να παίξουμε τον ρόλο της περιβαλλοντικής συνιστώσας της νεοφιλελεύθερης προσέγγισης. Υπάρχει ανάγκη ρήξης και με την αναπτυξιολαγνεία, που είναι σύμφυτη με τον καπιταλισμό. Πάντα πιστεύαμε ότι βασικό κριτήριο πάντων (και της προστασίας του περιβάλλοντος) δεν είναι η χρηματική (ανταλλακτική) αξία αλλά η αξία που προσδίδουμε ως ανθρώπινες κοινωνίες σε πράγματα και (κοινωνικές και περιβαλλοντικές) διαδικασίες. Γι' αυτό και συμφωνούσαμε με το σύνθημα «οι άνθρωποι (και το περιβάλλον) πάνω από τα κέρδη» και συμμετείχαμε στις πρωτοβουλίες και διαδηλώσεις ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.

Το εύρος της περιβαλλοντικής μεταβολής και η εξάντληση των πόρων δικαίως κινητοποιούν παγκόσμια τους πολίτες και τις οργανώσεις. Και επιβάλλουν έναν ριζικό μετασχηματισμό των τρόπων παραγωγής και κατανάλωσης αλλά και της κοινωνικής μας οργάνωσης. Επιβάλλουν και μια δραστική μείωση της υλικής παραγωγής και κατανάλωσης. Όμως επειδή δεν μπορούμε να έχουμε έναν καπιταλισμό χωρίς ανάπτυξη, δεν μπορούμε και να θέλουμε τη μείωση των ροών υλικών εμπορευμάτων χωρίς να θέλουμε μιαν οικονομία ριζικά διαφορετική, όπου ο πρωταρχικός σκοπός δεν θα είναι το κέρδος και στην οποία ο πλούτος δεν θα μετριέται με χρηματικούς όρους. Το ότι βλέπουμε θετικά την αποανάπτυξη, δεν σημαίνει ότι θέλουμε φτώχεια και μη εθελοντική λιτότητα αλλά ρήξη με τον οικονομισμό και με τα ίδια τα αίτια της κρίσης και όχι μόνο με τα συμπτώματα της εξάντλησης του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος.

Πρέπει να ξαναγυρίσουμε στις ρίζες μας. Και να ξαναπούμε με έμφαση ότι θέλουμε «να σώσουμε λίγο απ΄ το αύριο που μας κλέβουν», αλλά μαζί με την αμφισβήτηση των ίδιων των κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών, πολιτισμικών αιτίων, που δημιουργούν και αναπαράγουν τις κρίσεις και τις απειλές στη βιωσιμότητα.

Η χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος σήμανε και την αποδέσμευση σημαντικού αριθμού πολιτών, που αναζητούν εναλλακτικές λύσεις στην πραγματική ζωή και όχι στην πολιτική. Μπορούμε να τους συναντήσουμε;

Η απάντηση πρέπει να δοθεί πρώτα προσωπικά και μετά συλλογικά.