Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2016

Ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Οικολόγοι Πράσινοι και το Γ' Μνημόνιο

Αποτιμώντας τον 1 χρόνο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ

ΤΑ 5 ΛΑΘΗ ΠΟΥ ΕΚΡΙΝΑΝ ΤΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ

του Γιάννη Παρασκευόπουλου*

Η αντίθεση της οικολογίας και του πράσινου κινήματος στον υπερκαταναλωτισμό, είναι γνωστή σε όλους. Λιγότερο γνωστή είναι ίσως η εξίσου ισχυρή πράσινη αντίθεση και στη λογική των πακέτων λιτότητας, που κατεδαφίζουν μεγάλο μέρος της οικονομίας για να επιβάλουν ένα κυνήγι της ανάπτυξης με κάθε τίμημα: ενδεικτικά η Παγκόσμια Χάρτα των Πράσινων απαιτεί διάλυση του ΔΝΤ ή ριζική μεταρρύθμισή του, ενώ οργανώσεις «υπεράνω πάσης υποψίας» όπως το WWF έχουν καταγράψει αναλυτικά τις βαριές περιβαλλοντικές εκπτώσεις των Μνημονίων σε όλο τον Ευρωπαϊκό Νότο.

Ακριβώς γι’ αυτό, η επαναδιαπραγμάτευση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τους δανειστές, εύλογα ενδιέφερε και τον οικολογικό χώρο.

Η αφετηρία και η κατάληξη

Αρχές Ιανουαρίου του 2015, η κρίση στην Ελλάδα συμπλήρωνε ήδη πενταετία.

  • Το πολιτικό σύστημα είχε σε μεγάλο βαθμό καταρρεύσει, με τα «αστικά» κόμματα αποκομμένα από το 60% του εκλογικού σώματος, την Αριστερά να καλύπτει βιαστικά το κενό, αλλά και την κοινωνία να αδυνατεί να φέρει στο προσκήνιο πραγματικά νέα σχήματα και νέες πολιτικές προτάσεις.
  • Η απώλεια αξιοπιστίας και ισχύος των παραδοσιακών ελίτ στην οικονομία και τον πολιτισμό, ελάχιστα είχε ανοίξει το δρόμο για νέες δημιουργικές δυνάμεις.
  • Στο οικονομικό πεδίο το 1ο και το 2ο Μνημόνιο, σωρευτικά με το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, οδηγούσαν σε απαίτηση για σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 5% επί 20ετία, αλλά και για συμπίεση των πρωτογενών δημόσιων δαπανών σε επίπεδα ανάμεσα στα χαμηλότερα παγκοσμίως. Ο Ι.Στουρνάρας, από το βήμα του 2ου Ελληνοκινεζικού Συνεδρίου στις 18.9.2012 είχε καυχηθεί ότι η Ελλάδα «θα καταστεί διεθνώς μια εκ των χωρών με το μικρότερο ποσοστό δημόσιων δαπανών ως ποσοστό του Α.Ε.Π.»
  • Με δεδομένο ότι καμιά χώρα της ευρωζώνης δεν έχει πετύχει τέτοιες επιδόσεις ούτε καν για ένα χρόνο, οι δεσμεύσεις αυτές αποτελούσαν μάλλον οδικό χάρτη εξόδου από το ευρώ παρά εργαλείο σύγκλισης με την υπόλοιπη ευρωζώνη.
  • Επιπλέον, η εφαρμογή τους είχε εκτροχιαστεί ήδη επί κυβέρνησης Σαμαρά: παρά την καλή χρονιά στον τουρισμό, στην εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2014 είχαμε απόκλιση 2 δις ευρώ, με πρωτογενές πλεόνασμα μόλις 0,4% του ΑΕΠ έναντι δεσμευτικού στόχου τουλάχιστον 1,5%.
Μια ουσιαστική λοιπόν επαναδιαπραγμάτευση των δεσμεύσεων, αποτελούσε απαραίτητο όρο για να ανασάνει η χώρα και να αποκτήσει στοιχειωδώς βιώσιμη προοπτική.

Πολύ σύντομα, όμως, αντί για ανατροπή ή για χαλάρωση, φθάσαμε σε ένα επιπρόσθετο 3ο Μνημόνιο με ακόμη πιο ασφυκτικούς όρους. Πρακτικά η Ελλάδα βρίσκεται πλέον πολύ εγγύτερα στην Ανατολική Ευρώπη, όπου το 1989-90 είχε εξαερωθεί κάπου 50% της προηγούμενης οικονομίας της χωρίς στη συνέχεια να ανακτηθεί, παρά στον υπόλοιπο Ευρωπαϊκό Νότο που έχασε ένα 10-15%.

Η τελική έκβαση της διαπραγμάτευσης κρίθηκε όντως από το συντριπτικά αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων που δεν άφησε περιθώρια για τίποτε καλύτερο. Ο συσχετισμός όμως αυτός διαμορφώθηκε καθοριστικά από μια σειρά στρατηγικές επιλογές της ελληνικής πλευράς, δρομολογημένες πολύ νωρίτερα, με αδιέξοδα ορατά ήδη από τότε.

Η απουσία σχεδίου για τη χώρα

Δεδομένου ότι η «ισχυρή Ελλάδα» των Σημίτη-Καραμανλή έχει αμετάκλητα καταρρεύσει από χρόνια, ζωτική προϋπόθεση για κάθε αλλαγή πορείας ήταν η κατάθεση ολοκληρωμένου εναλλακτικού σχεδίου για τη χώρα με συγκεκριμένες προτάσεις για δημοσιονομικά, φορολογική μεταρρύθμιση και φορολόγηση του πλούτου, διαρθρωτικές αλλαγές με διαφορετικό πρόσημο, παρεμβάσεις για ολοκληρωμένο κοινωνικό κράτος και προσιτό κόστος ζωής, αναπροσανατολισμό της πραγματικής οικονομίας, προτεραιότητες για την επαναδιαπραγμάτευση, αλλά και βασικές κατευθύνσεις ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου. Ένα τέτοιο σχέδιο, συζητημένο διεξοδικά με την κοινωνία, θα ήταν το καλύτερο ανάχωμα και στις πιέσεις για αδιέξοδη λιτότητα. Αν όχι τίποτε άλλο, το 2ο Μνημόνιο είχε αποτύχει ήδη επί Σαμαρά, ενώ ένα αξιόπιστο εναλλακτικό σχέδιο της Αριστεράς θα διασφάλιζε (και για τους δανειστές) μια Ελλάδα με στοιχειώδη δημοσιονομική αυτοδυναμία, που δε θα ξαναζητούσε δανεικά για τρέχουσες δημόσιες δαπάνες.

Η απουσία τέτοιου σχεδίου αποτελούσε όμως στρατηγική επιλογή για το ΣΥΡΙΖΑ, που ήθελε να αποφύγει κάθε εσωτερική τριβή στο αντιμνημονιακό στρατόπεδο: η εγχώρια Αριστερά αντιμετώπιζε παγίως τα Μνημόνια αποκλειστικά ως «επίθεση» (που απαιτεί κυρίως ενότητα και ισχυρό ΟΧΙ) και καθόλου ως «ομηρεία» που απαιτεί κυρίως εναλλακτικό σχέδιο. Κεντρική λοιπόν προτεραιότητά της ήταν να επικεντρωθεί στη διεκδίκηση ψήφων προκειμένου να κερδίσει την εξουσία και να διαπραγματευθεί η ίδια με τους δανειστές, όχι να θεμελιώσει τη διαπραγμάτευση σε πραγματικά γερό έδαφος.

Η απουσία σχεδίου (και) για την Ευρώπη

Στις ευρωεκλογές του 2014, λίγους μόνο μήνες πριν γίνει πρωθυπουργός στη χώρα μας, ο Αλ. Τσίπρας ήταν ο υποψήφιος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς για την προεδρία της Κομισιόν. Είχε εκεί την ευκαιρία να καταθέσει ολοκληρωμένες προτάσεις για το «τι χρειάζεται να αλλάξει στην Ε.Ε. ώστε να πάψει να λειτουργεί ως μηχανή λιτότητας», να διεκδικήσει καταγραφεί ως δεύτερο ανερχόμενο πανευρωπαίκό ρεύμα μετά τους ευρωσκεπτικιστές, να κερδίσει το σεβασμό των άλλων Ευρωπαίων ηγετών και να τους θέσει ο ίδιος τα δικά του πολιτικά διλήμματα, να βάλει υποθήκες για τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται ΚΑΙ η Ευρώπη: Με δυό λόγια, να οικοδομήσει μεγάλο μέρος από το πολιτικό κεφάλαιο που θα χρειαζόταν λίγο αργότερα στη διαπραγμάτευση.

Αντί γι’ αυτό, αντιμετώπισε την ευρωπαίκή του υποψηφιότητα απλώς ως διεθνή τιμητική διάκριση για εσωτερική κατανάλωση, που του έδινε πρόσθετους πόντους στη διεκδίκηση της πρωτιάς στις ελληνικές κάλπες. Αντίθετα με τους Πράσινους, που είχαν να παρουσιάσουν ολοκληρωμένη δουλειά με συγκεκριμένες προτάσεις ριζικών αλλαγών για την Ευρώπη και την ευρωζώνη, η Ευρωπαϊκή Αριστερά και ο Αλ. Τσίπρας περιορίστηκαν σε ένα απλό μήνυμα καταγγελίας της λιτότητας. Πανευρωπαϊκά έμειναν έτσι στα ποσοστά του 2009, χωρίς να βάλουν καμιά απολύτως υποθήκη για τις ευρωπαϊκές μάχες που έρχονταν.

Η μονόπλευρη επικέντρωση στο χρέος

Το αίτημα για εκτεταμένη και μονομερή διαγραφή δημόσιου χρέους, παρουσιάστηκε ως η εναλλακτική λυτρωτική λύση απέναντι στα Μνημόνια και την εξάρτηση από τους δανειστές. Παραγνωρίζοντας ότι σε μνημόνια είχαν εγκλωβιστεί και χώρες με πολύ χαμηλότερο χρέος, απέκτησε ισχυρή συμβολική φόρτιση και ανάλογη προτεραιότητα στη διαπραγμάτευση με τους «θεσμούς». Πρακτικά η προοπτική για κούρεμα εστιαζόταν στο μνημονιακό χρέος προς τις άλλες χώρες της ευρωζώνης, καθώς το ΔΝΤ εμφανιζόταν ως βασικός δυνητικός σύμμαχος στην προσπάθεια κουρέματος, η Ευρ. Κεντρική Τράπεζα ήταν η μόνη που κρατούσε στη ζωή τις ελληνικές τράπεζες, ενώ τα ομόλογα των ιδιωτών δανειστών είχαν ήδη κουρευτεί με το PSI. Μονομερής όμως διαγραφή του συγκεκριμένου χρέους, θα είχε τις πιο βαριές επιπτώσεις στις ασθενέστερες χώρες: Ισπανία και Ιταλία θα βρίσκονταν αναγκασμένες να ζητήσουν κι αυτές μνημόνια, ενώ στην Ανατολική Ευρώπη χώρες πολύ φτωχότερες από την Ελλάδα θα πλήρωναν για τη δική μας ανάκαμψη. Επιπλέον, το αίτημα αφορούσε δάνεια που δε θα άρχιζαν να αποπληρώνονται πριν το …2022. Πρακτικά, λοιπόν, θα ήταν ο τέλειος τρόπος να συνασπίσουμε όλη την Ευρώπη εναντίον μας χωρίς το παραμικρό άμεσο όφελος στην αμφισβήτηση της λιτότητας.

Ακριβώς γι’ αυτό, το επίσημο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ζητούσε μια (θολή) Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για το Χρέος και όχι μονομερή ονομαστική διαγραφή. Τελικά το θέμα του χρέους κατέληξε να τεθεί μόνο ως σύνθημα και διαπραγματευτικό χαρτί, και να αποσυρθεί άτακτα ήδη με τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου όπου προβλέπονταν «κατάλληλα πλεονάσματα» για το σύνολο του ελληνικού δημόσιου χρέους. Στην ατζέντα παραμένει πια μόνο η απλή ελάφρυνση, με επιμήκυνση αποπληρωμής και μείωση επιτοκίων.

Έτσι όμως αχρηστεύτηκε και η μόνη ευκαιρία να διεκδικηθεί, ως πάγιος ευρωπαίκός θεσμός, μια περιοδική αποτίμηση βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους της ευρωζώνης ανά χώρα και ως σύνολο, με αφετηρία το επόμενο ευρωκοινοβούλιο του 2019 (αρκετά έγκαιρα για να προλάβουμε το 2022): σε μια τέτοια θεσμική αποτίμηση, κοινωνικές και περιβαλλοντικές διαστάσεις θα μπορούσαν να διεκδικηθούν ως ισότιμες με τις χρηματοοικονομικές.

Η υφεσιακή διαπραγματευτική στρατηγική και η βασική ελληνική αντίφαση
Από τα ισχυρότερα ελληνικά επιχειρήματα στην αρχή της διαπραγμάτευσης, ήταν η υφεσιακή διάσταση του 1ου και του 2ου μνημονίου: οδηγώντας την οικονομία σε συρρίκνωση, τα μέτρα υπονόμευαν τους πόρους που θα χρηματοδοτούσαν (και) την εξυπηρέτηση των δανείων. Η επιλογή όμως για εξαντλητική πολύμηνη διαπραγμάτευση με χρηματοδότηση της χώρας και των δανειακών υποχρεώσεών της αποκλειστικά από εγχώριους πόρους, οδηγούσε σε άτυπη «στάση πληρωμών» στις υποχρεώσεις του κράτους στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και σε δέσμευση των αποθεματικών των δημόσιων οργανισμών. Και τα δύο έφερναν στην οικονομία επιπρόσθετη και εντεινόμενη ύφεση, με ελληνική πια υπογραφή.

Μια τέτοια υφεσιακή διαπραγματευτική στρατηγική υπογράμμιζε την υποτιθέμενη αποφασιστικότητα της ελληνικής πλευράς, ταυτόχρονα όμως καταβαράθρωνε την αξιοπιστία του πειστικότερου επιχειρήματός της. Παράλληλα άνοιγε επιπλέον «μαύρες τρύπες» στα δημόσια οικονομικά, που οδηγούσαν κατευθείαν ...σε νέα δάνεια (εκ των πραγμάτων, από τους ίδιους δανειστές), άρα και σε επιπλέον μέτρα.

Η αντιμνημονιακή πλειοδοσία, το έλλειμμα πολιτικού διαλόγου και οι επικοινωνιακές προτεραιότητες

Το ζήτημα του χρέους είναι διαφωτιστικό, για το πώς η στρατηγική της αντιμνημονιακής πλειοδοσίας κατέληγε να ισχυροποιεί τους υποστηρικτές των Μνημονίων και τους δανειστές. Η διαχρονική όμως επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να στηρίξει τη στρατηγική του ακριβώς σε αυτή την πλειοδοσία, είχε σοβαρότατο παράπλευρο τίμημα:
  • Συσκότισε το διάλογο για το ευρώ και τη δραχμή αποσιωπώντας ότι, σε όλη την ιστορία του ΔΝΤ και των προγραμμάτων λιτότητας, τα εθνικά νομίσματα υπήρξαν πάντα μνημονιακό εργαλείο για βίαιη υποτίμηση μισθών, συντάξεων και μικρών αποταμιεύσεων. Στη σημερινή λοιπόν συγκυρία, επιστροφή στη δραχμή (την οποία πρότεινε άλλωστε ανοιχτά ο Σόιμπλε με παράλληλη διαγραφή χρέους) δε θα ήταν λύτρωση από τους δανειστές, αλλά επιπρόσθετο μνημόνιο με πολλαπλασιαστικές συνέπειες. Αν όλα αυτά αποσιωπήθηκαν μέχρι τον Ιούλιο του 2015, ήταν επειδή η εσωτερική συνοχή του ΣΥΡΙΖΑ (και του αντιμνημονιακού μετώπου) μπορούσε να αντέξει μια επιλογή υπέρ του ευρώ ως δείγμα μετριοπάθειας και «ευρωπαϊσμού», όχι όμως και μια καταλυτική κριτική στις βλέψεις για εθνικό νόμισμα.
  • Έστειλε στα αζήτητα την κρίσιμη συζήτηση για τον ουσιαστικό χαρακτήρα των Μνημονίων («μηχανισμός εξυγίανσης» ή απλή κρεατομηχανή;), χαρίζοντας έτσι στο μνημονιακό στρατόπεδο πλήθος κόσμου που αναζητούσε πρόγραμμα αλλαγών και που ανεχόταν το Μνημόνιο μόνο ελλείψει άλλης πρότασης.
  • Άφησε εκτός πολιτικού διαλόγου τα υπέρογκα πλεονάσματα που απαιτούσαν το 2ο Μνημόνιο και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο, και κυρίως το χαρακτήρα τους ως οδικού χάρτη εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη: και μόνο η επισήμανση αυτή, αρκούσε να τινάξει εξαρχής στον αέρα όλη την επιχειρηματολογία των Σαμαρά-Βενιζέλου ότι η πολιτική τους «διασφάλιζε τουλάχιστον την παραμονή στο ευρώ».
  • Με ανάλογο σκεπτικό αφέθηκε στη σκιά και η πλήρης αποτυχία της κυβέρνησης Σαμαρά στο μεταβατικό στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2014, αποτυχία που ήταν και η κύρια αιτία επίσπευσης των εκλογών.
  • Όλα αυτά όμως απέκλεισαν και τη δυνατότητα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να προβάλει στο ακροατήριό της, ως σημαντική νίκη, μια συμφωνία για σημαντικά χαμηλότερα πλεονάσματα τα επόμενα έστω χρόνια.
  • Με τον ίδιο τρόπο έγινε πολιτικά αδύνατο ένα συμβιβαστικό κλείσιμο της 5ης αξιολόγησης, όπου η Ελλάδα δε διεκδίκησε ποτέ το μέρος της δόσης που αντιστοιχούσε σε όσα από τα μέτρα είχαν ήδη ληφθεί από την κυβέρνηση Σαμαρά και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δε σκόπευε να αναιρέσει.
  • Οι ίδιοι υπολογισμοί (να μη δοθεί εικόνα πρόωρων «μνημονιακών υποχωρήσεων») έπαιξαν σίγουρα ρόλο και στη δημιουργική ασάφεια στη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου, ασάφεια που μεταφράστηκε στην πράξη ότι η Ελλάδα θα συνέχιζε να πληρώνει κανονικά τους πάντες χωρίς να χρηματοδοτείται από πουθενά.
Παράλληλα λοιπόν με τις διαβουλεύσεις για τους όρους της συμφωνίας, εξελισσόταν και η αγωνία της κυβέρνησης να διαχειριστεί τις προσδοκίες που είχε καλλιεργήσει και να τις συμβιβάσει με τις καταστάσεις τύπου «ΚΑΙ Μνημόνιο ΚΑΙ Αριστερά» που ήδη ανέμενε. Επιλέχθηκε έτσι μια παράλληλη επικοινωνιακή προσπάθεια να αναδειχθεί η διαπραγμάτευση και ως θέαμα, στέλνοντας στους πολίτες με όλους τους δυνατούς τρόπους το ισχυρότερο δυνατό μήνυμα για το πόσο σκληρά αγωνιζόταν η κυβέρνηση. Στο βωμό της προσπάθειας αυτής, το κυβερνητικό επιτελείο φαίνεται ότι δε δίστασε να θυσιάσει κάποιες φορές και την ίδια την ουσία της διαπραγμάτευσης.

Το δημοψήφισμα του Ιουλίου, ως παιχνίδι εξουσίας

Στις αρχές Ιουνίου, το τοπίο φαινόταν να ξεκαθαρίζει.

Η ελληνική πλευρά αντιμετώπιζε ήδη συνθήκες ασφυξίας από την υφεσιακή διαπραγματευτική της στρατηγική, ενώ η ευρωζώνη και οι χρηματαγορές είχαν αναλύσει τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις ενός ενδεχόμενου grexit χωρίς να τις βρίσκουν τελείως απαγορευτικές.
Οι σχεδιασμοί της και οι επόμενες κινήσεις κάθε φοράς ήταν για τους δανειστές «ανοιχτό βιβλίο», καθώς ο επικεφαλής διαπραγματευτής Γ. Βαρουφάκης δημοσίευε επί χρόνια σε εκατοντάδες άρθρα και κεφάλαια βιβλίων όλες τις σκέψεις του για κάθε πλευρά της διαπραγματευτικής στρατηγικής.
Η κυβέρνηση δεν είχε καταφέρει να εμπνεύσει σχεδόν κανένα σεβασμό εκτός συνόρων, πέρα από τα στενά όρια της αριστεράς: η στήριξη μιας αριστερής κυβέρνησης σε σύμμαχο με άρωμα ακροδεξιάς όπως οι ΑΝΕΛ φαινόταν παρά φύση, ενώ οι υφεσιακές επιλογές και η έλλειψη ορατού σχεδίου υπονόμευαν την αξιοπιστία της κυβέρνησης και στο δημοσιονομικό πεδίο.

Στο σημείο αυτό, αντιστρέφοντας το ελληνικό επιχείρημα ότι οι τελικοί όροι μιας συμφωνίας όφειλαν να μη θέτουν σε κίνδυνο την κυβερνητική συνοχή στην Αθήνα, φαίνεται ότι επικράτησε στους κόλπους των δανειστών η μικροκομματική και επικίνδυνη επιλογή να χρησιμοποιηθεί η διαπραγμάτευση ως μοχλός για «περιορισμένη ανασύνθεση» της ελληνικής κυβέρνησης: η επιβολή μιας συμφωνίας μη αποδεκτής από την Αριστερή Πλατφόρμα και/ή τους ΑΝΕΛ γινόταν για τους δανειστές ακόμη πιο ελκυστική, καθώς θα συνδυαζόταν με την αναγκαστική είσοδο στην κυβέρνηση εφεδρειών από το Ευρ. Σοσιαλιστικό Κόμμα (Ποτάμι και/ή ΠΑΣΟΚ) προκειμένου να αναπληρωθούν οι κυβερνητικές απώλειες στη Βουλή. Άλλωστε υπήρχε το προηγούμενο του 2012, με την αναίμακτη ανατροπή του ΓΑΠ στην Ελλάδα και του Μπερλουσκόνι στην Ιταλία: επρόκειτο όμως για ήδη απαξιωμένες κυβερνήσεις χωρίς κοινωνική στήριξη, και όχι για φρεσκοεκλεγμένη κυβέρνηση 6μήνου με απαξιωμένους όλους τους αντιπάλους της στο εσωτερικό. Οι μικροκομματικοί υπολογισμοί των δανειστών φαίνεται ότι έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην απόρριψη της (εξαιρετικά υποχωρητικής) πρότασης που κατέθεσε ο Τσίπρας στα μέσα Ιουνίου.

Η παρέλευση του 4μηνου που είχε τεθεί από όλες τις πλευρές ως τελική προθεσμία για μια συμφωνία, βρήκε την ελληνική κυβέρνηση σε απελπιστικό δίλημμα. Ή αποδεχόταν άμεσα όλους τους όρους των δανειστών τινάζοντας στον αέρα τη δική της συνοχή, ή αντιμετώπιζε άμεσο δίλημμα τι θα άφηνε απλήρωτο: μισθούς και συντάξεις, ή τις ληξιπρόθεσμες δόσεις ακόμη και προς την Ε.Κ.Τ., μόνη πηγή ρευστότητας για τις ήδη ημιθανείς ελληνικές τράπεζες. Και με αθέτηση όμως πληρωμών προς τους δανειστές το πρόβλημα θα ήταν κυρίως στην ελληνική πλευρά: αργά ή γρήγορα οι «θεσμοί» θα έπαιρναν τα χρήματά τους, ενώ η Ελλάδα όχι μόνο δε μπορούσε να προσβλέπει σε καλύτερη συμφωνία, αλλά θα περνούσε σε ακόμη βαρύτερη εξάρτηση από τους ίδιους δανειστές, καθώς δεν είχε άλλη πηγή χρηματοδότησης για το επιπλέον οικονομικό κόστος μιας ενδεχόμενης ρήξης.

Στο πλαίσιο αυτό η επιλογή Τσίπρα να αποσπάσει δυο ακόμη εβδομάδες διαπραγμάτευσης με το δημοψήφισμα, αποτελούσε καθαρή επιλογή υπέρ της δικής του πολιτικής αυτοσυντήρησης με κάθε τίμημα για την κοινωνία. Το πρόβλημα δεν ήταν η προσφυγή στο εκλογικό σώμα, αλλά ο εκπρόθεσμος χαρακτήρας της σε μια στιγμή που ο από κοινού συμφωνημένος χρόνος της διαπραγμάτευσης είχε ήδη λήξει και έμενε μόνο η ρήξη ή η αποδοχή του τελεσιγράφου των δανειστών. Στο Μαξίμου γνώριζαν πλήρως ότι το κουμπί για το κλείσιμο των τραπεζών ήταν από πριν πατημένο (και μπορούσε να αναιρεθεί μόνο με πολιτική συμφωνία που δεν είχε προετοιμαστεί), καθώς και ότι δεν υπήρχε πιθανότητα καλύτερης συμφωνίας. Επιλέγοντας όμως μια «ρήξη στα μέτρα των δανειστών», έστελνε σαφές μήνυμα ότι παραμένει κυρίαρχος του παιχνιδιού στην Ελλάδα και ότι οποιαδήποτε συμφωνία μπορούσε να κλειστεί μόνο με τον ίδιο. Ουσιαστικά επρόκειτο για δημοψήφισμα τύπου ΝτεΓκωλ και για καθαρό παιχνίδι εξουσίας σε βάρος της κοινωνίας και της χώρας.

Η κατάληξη είναι γνωστή: οι δανειστές αναγνώρισαν μεν την κυριαρχία Τσίπρα στο εσωτερικό της χώρας, αλλά του επέβαλαν με παραδειγματική βιαιότητα τους πιο ασφυκτικούς ίσως όρους που έχουν ποτέ επιβληθεί σε ευρωπαϊκή χώρα. Αθροιστικά η συμφωνία είναι πολύ βαρύτερη από τα μέχρι τότε μνημόνια (που βρίσκονταν ήδη πέρα από τα όρια αντοχής της χώρας), η αμφισβήτησή της ελάχιστα μπορεί πια να αποδώσει, το ενδεχόμενο ενός grexit βρίσκεται πολύ εγγύτερα από ό,τι το 2010 και το 2012, ενώ πιθανότατα είναι μικρότερη και η ικανότητα της χώρας να διαχειριστεί τέτοιο ενδεχόμενο.

Χαρακτηριστικό της δραματικής επιδείνωσης των συσχετισμών με το εκπρόθεσμο δημοψήφισμα, είναι ότι η απειλή για grexit αντιστράφηκε (από ελληνικό «όπλο» σε εξοντωτική πρόταση του ίδιου του Σόιμπλε) και ότι την αντέκρουσαν μόνο 3 χώρες - Γαλλία, Ιταλία και Κύπρος - όλες για δικά τους ζωτικά συμφέροντα και μόνο με τον όρο να εξευμενίσει πλήρως η Ελλάδα τους δανειστές της.

Ακόμη χειρότερη ήταν όμως η τύχη του «δημοκρατικού επιχειρήματος» που προσπάθησε να επικαλεστεί ο πρωθυπουργός. Σε θέματα όπου εμπλέκονται (τουλάχιστον με οικονομικούς τους πόρους) και άλλες χώρες, ελάχιστη πειστικότητα μπορεί να έχει το αίτημα για επιβολή της δημοκρατικής επιλογής των πολιτών μιας μόνο από αυτές: σε αντιπαραθέσεις χώρας εναντίον χώρας, κερδίζει εξ ορισμού η ισχυρότερη. Η πραγματική ευκαιρία για ισχυρό «δημοκρατικό επιχείρημα» είχε χαθεί ένα χρόνο νωρίτερα, στις ευρωεκλογές του 2014 που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δει μόνο ως πρόκριμα των ελληνικών εθνικών εκλογών και όχι ως στοίχημα για μια ισχυρή πανευρωπαϊκή αθροιστική άνοδο Αριστεράς και Πράσινων που θα άλλαζε πλήθος δεδομένα.

Είναι τραγικό ότι το ύψος των τελικών μέτρων ήταν βαρύτερο ακόμη και από τους όρους που θα είχαν διαμορφωθεί με μια κυβέρνηση πρόθυμη εξαρχής να αποδεχθεί τα πάντα. Τραγικότερο όμως είναι ότι, στην προσπάθειά της να σώσει κάποια τελευταία προσχήματα, η κυβέρνηση παρέδωσε αμαχητί τις προστατευόμενες φυσικές περιοχές στη βίαιη «αξιοποίηση» του Ταμείου Δημόσιας Περιουσίας και υπεράσπισε μέχρις εσχάτων την κρατική συμμετοχή στον απαρχαιωμένο λιγνίτη.

Οι Οικολόγοι Πράσινοι και το χαμένο τους στοίχημα

Η ειρωνεία για τους Οικολόγους Πράσινους είναι ότι, με το ξέσπασμα της κρίσης, είχαν στοιχηματίσει σε εκείνα ακριβώς που έλειψαν τελικά από το ΣΥΡΙΖΑ:
  • Κατέθεσαν εναλλακτικό σχέδιο για τη χώρα, αντίστοιχο με κόμμα πολύ μεγαλύτερο από τα ποσοστά που τότε διεκδικούσαν.
  • Πρότειναν συγκεκριμένο πλαίσιο ουσιαστικής επαναδιαπραγμάτευσης του 1ου και 2ου Μνημονίου, σε κατεύθυνση ριζικής αλλαγής της φιλοσοφίας τους.
  • Σε ευρωπαϊκό επίπεδο λειτούργησαν ως μέρος των Πράσινων, που επεξεργάστηκαν τις αναλυτικότερες και ριζοσπαστικότερες προτάσεις για άλλη Ευρώπη και άλλη ευρωζώνη.
Στη συνέχεια όμως η συγκυριακή εκλογική ήττα του Ιουνίου του 2012 έβγαλε στην επιφάνεια όλες τους τις αδυναμίες, και η μέχρι τότε δουλειά τους μπήκε στο περιθώριο.

Είναι μάταιο να κάνουμε υποθέσεις πώς θα ήταν τα πράγματα, αν οι Οικολόγοι Πράσινοι είχαν βρει το δρόμο να ανακάμψουν και ήταν αυτοί στη θέση των ΑΝΕΛ ως εταίροι μιας κυβερνητικής συνεργασίας με το ΣΥΡΙΖΑ.

Το σίγουρο πάντως είναι ότι, με την απόφαση για συμμετοχή στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ, τον ιανουάριο του 2015, οι Οικολόγοι Πράσινοι προσυπέγραψαν ουσιαστικά τη (διαμετρικά αντίθετη από τη δική τους) στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ για τη διαπραγμάτευση, στρατηγική που τελικά οδήγησε στο αδιέξοδο και τις συμφωνίες του περασμένου Ιουλίου.

Στηρίζοντας το ΣΥΡΙΖΑ και συμμετέχοντας στην κοινοβουλευτική του ομάδα, οι Οικολόγοι Πράσινοι υπερψήφισαν τελικά τόσο το απαράδεκτο παιχνίδι εξουσίας με το δημοψήφισμα, όσο και την τελική συμφωνία του Ιουλίου. Η τελευταία αυτή ψήφος, αποτελούσε πάντως και έμμεση ανάληψη ευθύνης: οι επώδυνοι όροι ήταν καρπός μιας στρατηγικής που είχαν δυστυχώς προσυπογράψει και οι ίδιοι, όπως, άλλωστε και η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας μαζί και με όσους διαχωρίστηκαν από το ΣΥΡΙΖΑ στη συνέχεια.

Τελείως όμως διαφορετική υπόθεση ήταν η εκ νέου υποστήριξη των Οικολόγων Πράσινων προς το ΣΥΡΙΖΑ, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου: Το να προσπαθείς να εξασφαλίσεις θέσεις εξουσίας με βάση την εμπιστοσύνη ενός άλλου πολιτικού αρχηγού, και όχι των πολιτών που θα αποτελούσαν το φυσικό σου ακροατήριο, κατά κανόνα αναπαράγει απλώς τα χειρότερα.

*Ο Γιάννης Παρασκευόπουλος είναι μέλος των Οικολόγων Πράσινων και του Οικολογικού Δικτύου. Το άρθρο εκφράζει προσωπικές απόψεις.